- ζῳδιοκράτωρ
- ζῳδιο-κράτωρ [ᾰ], ορος, ὁ,A divinity presiding over the zodiac, Dam.Pr.131,351.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωδιοκράτωρ — ζῳδιοκράτωρ, ὁ (Α) ο κύριος τών ζωδίων, θεότητα που προΐσταται τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, θαλασσο κράτωρ] … Dictionary of Greek
ζῳδιοκράτορες — ζῳδιοκράτωρ divinity presiding over the zodiac masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωδιάρχης — ζῳδιάρχης, ὁ (Α) ζωδιοκράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + αρχης (< άρχω), πρβλ. πατρι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek